(I)ὁ, και ὠδόν, τὸ, Α(δωρ. τ.) βλ. οὐδός (Ι).(II)ὁ, ἡ, (Α, ᾠδός)1. αοιδός2. ποτήρι με κρασί που έδινε ο ένας στον άλλο τραγουδώντας συμποτικά τραγούδια.[ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. του ἀοιδός (< ἀείδω «τραγουδώ»)].