ὀστολογία

Revision as of 12:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

English (LSJ)

ἡ,

   A gathering up of bones after the burning of a body, D.S.4.38:—also ὀστο-λόγιον, τό, Lat. ossilegium, Gloss.    II v. ὀστεολογία.

German (Pape)

[Seite 400] ἡ, das Aufsammeln von Knochen, bes. nach Verbrennung des Leichnams, D. Sic. 4, 38.

Greek (Liddell-Scott)

ὀστολογία: συλλογὴ τῶν ὀστῶν μετὰ τὴν καῦσιν τοῦ σώματος, Διόδ. 4. 38· ― ὡσαύτως ὀστολόγιον, τό, Λατ. ossilegium, Γλωσσ. ΙΙ. πραγματεία περὶ ὀστῶν, Γαλην. 4. 27.

Greek Monolingual

(I)
ὀστολογία, ἡ (Α) οστολόγος
συλλογή οστών μετά την καύση του σώματος.
(II)
ὀστολογία, ἡ (Α)
βλ. οστεολογία.

Russian (Dvoretsky)

ὀστολογία: ἡ собирание костей (после сожжения мертвеца) Diod.