χαλκηδόνιος

Revision as of 11:15, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")

Greek Monolingual

-α, -ο / χαλκηδόνιος, -ία, -ον, ΝΜΑ, και δ.τ. χαλκεδόνιος Μ [[[Χαλκηδών]], -όνος]
(το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Χαλκηδόνιος, η Χαλκηδόνια και Χαλκηδονία
ο κάτοικος της Χαλκηδόνας ή, γενικά, αυτός που κατάγεται από τη Χαλκηδόνα
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο χαλκηδόνιος
(ορυκτ.) ορυκτό του διοξειδίου του πυριτίου, που αποτελεί πολύ λεπτοκοκκώδη κρυπτοκρυσταλλική ποικιλία του χαλαζία
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ χαλκηδόνιον
(ορυκτ.) ονομασία του ορυκτού στίμμι.