{{grml |mltxt=και πλαγινός, -ή, -ό, Ν [[πλάι/ πλάγι1. αυτός που βρίσκεται στο πλάι, ο παράπλευρος, ο διπλανός («η πλαϊνή πόρτα»)2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουδ.) ο πλαϊνός και η πλαϊνήο γείτονας, ο ένοικος του διπλανού σπιτιού. }}