αλάθητος

Revision as of 12:20, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ αλάθητος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν κάνει λάθη, ο αλάθευτος
2. αυτός που δεν διαπράττει αμαρτήματα, ο αναμάρτητος
3. αυτός που δεν περιέχει λάθη, ο αλάνθαστος
4. το ουδ. ως ουσ. το αλάθητο
μσν.
αυτός που δεν λησμονιέται ή δεν μπορεί να λησμονηθεί, αξέχαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + ἔλαθον, λανθάνω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλάθητο].