αντιπάσχω

Revision as of 12:50, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἀντιπάσχω (AM)
μσν.
υφίσταμαι κάτι συμμετέχοντας στα παθήματα άλλου
αρχ.
1. υποφέρω με τη σειρά μου, παθαίνω κακό μετά από κακό που προξένησα
2. ευεργετούμαι για ευεργεσία που έκανα
3. είμαι ανάλογος προς κάποιον άλλο
4. είμαι αντίθετης φύσης με κάτι
5. «λόγος ἀντιπεπονθώς» — ο αντιστρόφως ανάλογος
6. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀντιπεπονθός
αμοιβαιότητα
7. τὰ ἀντιπεπονθότα
ρήματα αυτοπαθή
8. επίρρ. ἀντιπεπονθότως
αμοιβαία.