ιεροσκόπος

Revision as of 14:30, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")

Greek Monolingual

ὁ (Α ἱεροσκόπος, -ον)
το αρσ. ως ουσ.ἱεροσκόπος
ο ιερομάντης, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα εξετάζοντας τα σπλάχνα τών θυσιαζόμενων ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -σκοπος (< σκοπός), πρβλ. οιωνο-σκόπος, ορνεο-σκόπος].