ἱεροσκόπος
From LSJ
τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
English (LSJ)
ἱεροσκόπον,
A inspecting victims, Θέμις ἱ. ἀνδρῶν Orph.Εὐχή 23, cf. Porph.Abst. 2.50.
II = Lat. haruspex, D.H.2.22, D.S.32.12.
III dub. l. in Cat.Cod.Astr.8(4).145 (fort. -σκώπτης).
German (Pape)
[Seite 1243] der die Eingeweide der Opferthiere beschau't u. aus ihnen weissagt, aruspex, D. Hal. 2, 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεροσκόπος: -ον, ὁ ἐξετάζων τὰ θύματα, μάντις, Λατ. haruspex, Διον. Ἁλ. 2. 22, Συλλ. Ἐπιγρ. 5763· θέμιν θ’ ἱεροσκόπον ἀνδρῶν Ὀρφ. Ὕμν. 1. 23.
Greek Monolingual
ὁ (Α ἱεροσκόπος, -ον)
το αρσ. ως ουσ. ὁ ἱεροσκόπος
ο ιερομάντης, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα εξετάζοντας τα σπλάχνα τών θυσιαζόμενων ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -σκοπος (< σκοπός), πρβλ. οιωνοσκόπος, ορνεοσκόπος].