ὑλουργός

Revision as of 14:35, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")

English (LSJ)

όν,

   A working wood, δρέπανα D.H. 3.73.    II Subst. ὑλουργός, ὁ, carpenter or woodman, E.HF241, J.AJ8.2.6.

German (Pape)

[Seite 1177] Holz bearbeitend, ὁ ὑλ., der Zimmermann; Eur. Herc. Fur. 241; Poll. 7, 101; auch δρέπανα, D. Hal. 3, 73.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλουργός: -όν, ὑλουργικός, ξυλουργικός, δρέπανα Διον. Ἁλ. 3. 73· ὡς οὐσιαστ. ὑλουργός, ὁ, ξυλουργός, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 241, Ἰωσήπ. Ἰουσ. Ἀρχ. 8. 2, 6.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui travaille le bois.
Étymologie: ὕλη, ἔργον.

Greek Monolingual

και ὑληουργός, -όν, Α
1. αυτός που κατεργάζεται ξύλα
2. το αρσ. ως ουσ.ὑλουργός και ὑληουργός
ξυλουργός ή υλοτόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -ουργός (< ἔργον)].

Greek Monotonic

ὑλουργός: -όν (*ἔργω), ξυλουργικός· ως ουσ. ὑλουργός, ὁ, μαραγκός ή ξυλουργός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑλουργός: ὁ Eur. = ὑλοτόμος II.

Middle Liddell

ὑλ-ουργός, όν [*ἔργω
working wood: as Subst. ὑλουργός, ὁ, a carpenter or woodman, Eur.