αδελφοφάς

Revision as of 15:17, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

Greek Monolingual

και αδερφοφάς, ο
βλ. αδελφοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αδελφοφάγος > αδελφοφάος (με σίγηση του ενδοφωνηεντικού γ) > αδελφοφάς (με έκκρουση του ο μετά το α)].