αδελφοφάς

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source

Greek Monolingual

και αδερφοφάς, ο
βλ. αδελφοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αδελφοφάγος > αδελφοφάος (με σίγηση του ενδοφωνηεντικού γ) > αδελφοφάς (με έκκρουση του ο μετά το α)].