λινός

Revision as of 15:25, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ λινός, -ή, -όν)
1. κατασκευασμένος, υφασμένος από λίνο («λινό σεντόνι»)
2. το ουδ. ως ουσ. το λινό(ν)
ύφασμα ή ένδυμα κατασκευασμένο από λίνο
μσν.
το ουδ. ως ουσ. κυνηγετικό δίχτυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. λινοῦς < λίνον, κατά τα ἁπλοῦς > ἁπλός, χρυσοῦς > χρυσός.