κλεψίαμβος

Revision as of 13:50, 31 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ῐ], ὁ</b>" to "ῐ], ὁ")

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, a kind of

   A musical instrument, Phillis ap.Ath.14.636b, Aristox.ib.4.182f, Poll.4.59.    II in pl., = μέλη τινὰ παρὰ Ἀλκμᾶνι, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1449] ὁ, ein musikalisches Instrument; Aristox. bei Ath. IV, 182 f; Poll. 4, 59.

Greek (Liddell-Scott)

κλεψίαμβος: ὁ, εἶδος μουσικοῦ ὀργάνου, Φιλῆς παρ’ Ἀθην. 636Β, Ἀριστόξ. αὐτόθι 182F, Πολυδ. Δ΄, 59.

Greek Monolingual

κλεψίαμθος, ὁ (Α)
1. είδος εννεάχορδου μουσικού οργάνου
2. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) οἱ κλεψίαμβοι
«μέλη τινὰ παρά Ἀλκμᾱνι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλεψ- του κλέπτω (πρβλ. αόρ. -κλεψ-α) + ίαμβος (< ἴαμβος), πρβλ. χορ-ίαμβος, χωλ-ίαμβος].