πολυτονικός

Revision as of 18:56, 6 February 2019 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

polytonic

French

polytonique

German

vieltönig, polytonisch

Dutch

meertonig, meertonige

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
φρ. «πολυτονικό σύστημα»
γραμμ. παλαιότερος τρόπος γραφής τών λέξεων, κατά τον οποίο χρησιμοποιούνταν στον τονισμό τών λέξεων τα πνεύματα και η περισπωμένη, δηλ. όλα τα τονικά σημεία της Αρχαίας Ελληνικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + τονικός (< τόνος), πρβλ. μονο-τονικός.