Ἐτεόκρητες

Revision as of 09:39, 11 February 2019 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

οἱ,

   A Eteocretans, true Cretans, Od.19.176, POxy.1241 v 27.

Greek (Liddell-Scott)

Ἐτεόκρητες: οἱ, ἀληθεῖς, γνήσιοι Κρῆτες, «οἱ Ἰθαγενεῖς Κρῆτες» (Εὐστ. Ὀδ. 1644. 47), Ὀδ. Τ. 176.

French (Bailly abrégé)

ων (οἱ) :
les Étéocrétois (vrais Crétois).
Étymologie: ἐτεός, Κρής.

English (Autenrieth)

(ἐτεός, Κρής): true (primitive) Cretans, Od. 19.176†.

Greek Monolingual

Ἐτεόκρητες, οἱ (Α)
οι αληθινοί, οι γνήσιοι Κρήτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεός «αληθινός, γνήσιος» + Κρήτες].

Greek Monotonic

Ἐτεόκρητες: οἱ, γνήσιοι, αληθινοί Κρήτες, ιθαγενείς Κρήτες, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

Ἐτεόκρητες: ων οἱ коренные критяне (одно из пяти племен Крита): Ἐ., Ἀχαιοί, Κύδωνες, Δωριέες, Πελασγοί Hom.

Middle Liddell

true Cretans, of the old stock, Od.