ἐτεός
ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy
English (LSJ)
ἐτεά, ἐτεόν (not found in masc.),
A true, genuine, πόλλ' ἐτεά Il.20.255; ἢ ἐτεὸν Κάλχας μαντεύεται 2.300; εἰ ἐτεόν περ whether it be true indeed, 14.125; εἰ δή ῥ' ἐ. γε καὶ ἀτρεκέως ἀγορεύεις 15.53.
II ἐτεόν, as adverb, in truth, verily, εἰπέ μοι εἰ ἐ. γε φίλην ἐς πατρίδ' ἱκάνω Od.13.328, cf.Il.8.423; εἰ ἐ... μιμνῄσκομαι rightly, Theoc.25.173.
2 in Ar. (not in other Com.) interrog., really, indeed, οὐκ ἀκούσεσθ' ἐ...; Ach.322, cf. 609; ἐ. ἡγεῖ γὰρ θεούς; Eq.32, cf. 733; in asking for information, τί οὖν τοῦτ' ἐστὶν ἐ.; Nu.93, cf. V.8; τί δὲ τοῦτ' ἐγέλασας ἐ.; Nu.820; cf. ἐτός (B).
3 fem., ἐτεή, ἡ, reality, [ἄνθρωπος] ἐτεῆς ἀπήλλακται Democr.6; dat. ἐτεῇ, as adverb, in reality, νόμῳ γλυκύ, νόμῳ πικρόν, ἐτεῇ δ' ἄτομα καὶ κενόν Id.125; ἐ. οὐδὲν ἴσμεν Id.7.
German (Pape)
[Seite 1047] ἐτεά, ἐτεόν, wahr, wirklich; nur im neutr., πόλλ' ἐτεά Il. 20, 255, meist ἐτεόν, adverbial, in Wahrheit, in Wirklichkeit, Hom. u. sp. D.; εἰ ἐτεόν γε, wenn anders wirklich, oft bei Hom., vgl. Spitzner zu Il. 14, 125, wo auch Beispiele der späteren Dichter beigebracht sind; εἰ ἐτεόν περ ἐγὼ μιμνήσκομαι, wenn ich mich anders recht erinnere, Theocr. 25, 173; ὡς ἐτεόν περ, Ap. Rh. 1, 763; vgl. Spitzner a. a. O.; – der Wahrheit gemäß, wahrhaft, μαντεύεσθαι, Il. 2, 300; καὶ ἀτρεκέως Il. 15, 53. – Bei Ar. oft in ironischen Fragen, wirklich? in der Tat? im Ernst? ἐτεόν, ἡγεῖ γὰρ θεούς; Eq. 32; τί δὲ τοῦτ' ἐγέλασας ἐτεόν, Nubb. 820, so! ich möchte doch wissen, was du lachtest. S. auch ἐτεῇ.
French (Bailly abrégé)
ἐτεά, ἐτεόν :
vrai, réel;
1 rar. adj. πόλλ' ἐτεά IL beaucoup de choses vraies ; d'ord. seul. au neutre : ἐτεὸν μαντεύεσθαι IL faire des prédictions vraies ; ἐτεὸν ἀγορεύειν IL dire la vérité;
2 adv. au neutre • ἐτεόν = vraiment, en vérité.
Étymologie: cf. ἔτυμος.
Russian (Dvoretsky)
ἐτεός: истинный, верный: ἐτεά τε καὶ οὐκί Hom. верное и неверное, правда и ложь - см. тж. ἐτεόν и ἐτεῇ.
Greek (Liddell-Scott)
ἐτεός: ἐτεά, ἐτεόν, (Ἐκ τῆς √ΕΤ παράγονται ὡσαύτως αἱ λέξεις ἔτυμος, ἐτάζω· πρβλ. Σανσκ. sat-yas, (ἀληθὴς), sat-yam, (ἀλήθεια)· Παλαιο-Σκανδ. sann-r, Ἀγγλο-Σαξονικ. sóth (sooth)): - ἀληθής, πραγματικός, γνήσιος, πόλλ’ ἐτεὰ Ἰλ. Υ. 255· ἢ ἐτεὸν Κάλχας μαντεύεται, εἰ ἀληθὲς…, Α. 300· τὰ δὲ μέλλετ’ ἀκουέμεν, εἰ ἐτεόν περ Ξ. 125· καὶ συχνότερον (μάλιστα ἐν Ὀδ.), εἰ ἐτεόν γε, εἰ πράγματι ἔχει οὕτω, πρβλ, Spitzn. Ἰλ, Ξ. 125. ΙΙ. ἐτεόν, ὡς ἐπίρρ., κατ’ ἀλήθειαν, πράγματι, ἀληθῶς, Λατ. revera, εἰπέ μοι, εἰ ἐτεόν γε φίλην ἐς πατρίδ’ ἱκάνω Ὀδ. Ν. 328, πρβλ, Ἰλ, Θ. 423· εἰ δή ῥ’ ἐτεόν γε καὶ ἀτρεκέως ἀγορεύεις Ο. 53· εἰ ἐτεόν… μιμνήσκομαι, ὀρθῶς, Θεόκρ. 25. 173. 2) παρ’ Ἀριστοφ. ἀείποτε ὡς ἐρώτ., πράγματι; ἀληθῶς; οὐκ ἀκούσεσθ’ ἐτεόν...; Ἀχ. 322, πρβλ. 609· ἐτεὸν ἡγεῖ γὰρ θεούς; Ἱππ. 32, πρβλ. 732· τί οὖν τοῦτ’ ἐστὶν ἐτεόν; Νεφέλ.93· τί τοῦτ’ ἐγέλασας ἐτεόν; αὐτόθι 820, πρβλ. 1502· ὡσαύτως ἐπὶ εἰρωνικῆς σημασίας, ἐτεόν; ὡς τὸ: ἄληθες; «ἀλήθεια;», Λατ. itane? Ὄρν. 393· πρβλ. ἀληθὴς ΙΙΙ, 2, καὶ ἴδε ἔτος (ἐπίρρ.). - Tο ἀρσενικὸν δεν ἀπαντᾷ· τὸ δὲ θηλ. μόνον ὡς ἐπίρρ. ἐτεῇ, ὃ ἴδε, Ἰω. Ἀλεξ. ἐν τονικ. παραγγέλμ. σ. 29. 5, ἀναφέρει ὡσαύτως ἐτά· ἀπὸ τοῦ ἐτός…, ὡς «ἐτὰ Τημενίδος χρύσεον γένος», καὶ παρ’ Ἡσυχ. φέρεται «ἐτά· ἀληθῆ, ἀγαθά».
English (Autenrieth)
true, real; νεικεῖν πόλλ' ἐτεά τε καὶ οὐχί, ‘reproaches true and untrue,’ Il. 20.255; elsewhere only ἐτεόν, the truth or truly; εἰ δή ἐτεόν γε καὶ ἀτρεκέως ἀγορεύεις, Il. 15.53, and freq. εἰ ἐτεόν γε (sc. ἐστί), Il. 14.125, Od. 3.122.
Greek Monolingual
ἐτεός, -ή, -όν (Α)
1. πραγματικός, αληθινός («εἰ ἐτεὸν Κάλχας μαντεύεται ἠὲ καὶ οὐκί», Ομ. Ιλ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐτεή
η πραγματικότητα
3. (η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) ἐτεῇ
πράγματι, αληθινά
4. φρ. «εἰ ἐτεόν γε» — αν πράγματι έτσι συμβαίνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οπωσδήποτε η λ. συνδέεται με τους τ. ετά (πληθ. του επιθ. ετός), ετάζω. Η παραγωγή από αμάρτυρο ουσ. ε-τύς δεν είναι πειστική. Το επίθημα του τ. ετε(F)ός πιθ. αναλογικά προς το αντίθετό του κενε(F)ός, κεν(F)ός].
Greek Monotonic
ἐτεός: ἐτεά, ἐτεόν,
I. αληθινός, πραγματικός, γνήσιος, σε Όμηρ.· ἐτεὸν μαντεύεται, εάν είναι αληθινές οι προφητείες, σε Ομήρ. Ιλ.· ὡς ἐτεόν περ, όπως είναι έτσι πραγματικά, σε Όμηρ.
II. ἐτεόν, ως επίρρ., αληθώς, πράγματι, πραγματικά, αληθινά, όντως, Λατ. revera, στον ίδ.· ορθώς, σε Θεόκρ.· στην Αττ., ως ερώτηση, συχνά με ειρωνική διάθεση, πράγματι; όντως; ώστε έτσι; αλήθεια; Λατ. itane? σε Αριστοφ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: true, real, mostly in sing. n. ἐτεόν (ἐτεά pl. Υ 255, reading quite uncertain); also as adv. really (Hom., Theoc.); in question-sentences really (Ar.); ἐτεῃ̃ adv. in reality, also nom. ἐτεή f. reality (Democr.).
Dialectal forms: Myc. PN etewokereweijo from Ε᾽τεϜοκλέϜης.
Compounds: Often as 1. member in names like Ἐτεό-κρητες pl. Kreter stricto sensu, original Cretans (τ 176; cf. Risch IF 59, 25), Ἐτε-άνωρ (Thera VIIa), ἘτέϜ-ανδρος (Kypros VIIa), cf. Sommer Nominalkomp. 185 and 199; Ἐτεο-κλῆς (Tegea etc.; rendered in Hitt. Tau̯ag(a)lau̯aš; cf. Schwyzer 79); also ἐτεό-κριθος f. real κριθή (Thphr.; determinative comp. formally adapted to a bahuvrihi; vgl. Strömberg Pflanzennamen 28f.).
Derivatives: Beside it ἔτυμος true, real (Il.; prose has ἀληθής) with ἐτυμόδρυς f. real oak (Thphr.); τὸ ἔτυμον the true (original) meaning of a wod, the etymology (Arist.); as 1. member in ἐτυμο-λογέω discover the true meaning with ἐτυμολογία, -λογικός (hell.; formally after ψευδο-λογέω a. o.; cf. Schwyzer 726); ἐτυμό-της = τὸ ἔτυμον (Str.). - Expressive reduplicated formation with rhythmical lengthening of the original first syllable ἐτήτυμος true, real, authentic (Il.); the form remains surprising (cf. Schwyzer 447 n. 2; diff. Bq s. ἐτά) with ἐτητυμία (Call., AP ). Lengthened form ἐτυμώνιον ἀληθές H.; cf. Chantraine Formation 42f.
Origin: IE [Indo-European] [??] *set- stable, true?
Etymology: For the ending cf. κενε(Ϝ)ός empty, idle; so ἐτε(Ϝ)ός supposes a diphthongal u-stem, of which the zero grade is seen in the enlarged ἔτυ-μος (pattern?); beside this u-stem ἐτάζω, ἐτά ἀληθῆ, ἀγαθά H. seem to point to an o-stem. - Further analysis uncertain; s. ἐτάζω. On the history of ἐτεός etc. Frisk GHÅ 41 (1935): 3, 15ff. - De Lamberterie, RPh 71 (1997)160, follows Meillet in assuming *set-u- (supposed in Arm. stoyg real); he further connects ὅσιος (s.v.) from *sot-.
Middle Liddell
ἐτεός, ή, όν
I. true, real, genuine, Hom.; ἐτεὸν μαντεύεται prophesies truth, Il.; ὡς ἐτεόν περ as the truth is, Hom.
II. ἐτεόν as adv., in truth, really, verily, Lat. revera, Hom.; rightly, Theocr.:—Attic as an interrog., often in iron. sense, really? indeed? so? Lat. itane? Ar.
Frisk Etymology German
ἐτεός: {eteós}
Grammar: Adj.
Meaning: wahr, wirklich, fast nur im Sing. n. ἐτεόν (ἐτεά pl. Υ 255, Lesung ganz unsicher), auch als Adv. in Wahrheit (Hom., Theok.); in Fragesätzen tatsächlich (Ar.); ἐτεῇ Adv. in Wirklichkeit, auch Nom. ἐτεή f. Wirklichkeit (Demokr.).
Composita: Oft als Vorderglied in Namen wie Ἐτεόκρητες pl. Kreter im eigentlichen Sinne, Urkreter (τ 176; vgl. Risch IF 59, 25), Ἐτεάνωρ (Thera VIIa), Ἐτέϝανδρος (Kypros VIIa), dazu Sommer Nominalkomp. 185 und 199; Ἐτεοκλῆς (Tegea usw.; sehr fraglich die Zusammenstellung mit heth. Tau̯ag(a)lau̯aš; vgl. Schwyzer 79 m. Lit.); auch ἐτεόκριθος f. echte κριθή (Thphr.; Determinativkomp. mit formalem Anschluß an die Bahuvrihi; vgl. Strömberg Pflanzennamen 28f.).
Derivative: Daneben ἔτυμος wahr, wirklich (poet. seit Il.; die Prosa dafür ἀληθής) mit ἐτυμόδρυς f. echte Eiche (Thphr.); τὸ ἔτυμον ‘der wahre (ursprüngliche) Sinn eines Wortes, die Etymologie’ (Arist. usw.); als Vorderglied in ἐτυμολογέω den wahren Sinn untersuchen, feststellen mit ἐτυμολογία, -λογικός (hell. u. spät; formal nach ψευδολογέω u. a.; vgl. Schwyzer 726); ἐτυμότης = τὸ ἔτυμον (Str. u. a.). — Expressive Reduplikationsbildung mit rhythmischer Verlängerung der urspr. Anfangssilbe (vgl. Schwyzer 447 A. 2; anders Bq s. ἐτά) ἐτήτυμος wahr, wirklich, echt (poet. seit Il.) mit ἐτητυμία (Kall., AP u. a.). Erweiterte Form ἐτυμώνιον· ἀληθές H.; vgl. Chantraine Formation 42f.
Etymology: Zu κενε(ϝ)ός leer, eitel im Ausgang stimmend setzt ἐτε(ϝ)ός zunächst einen diphthongischen u-Stamm voraus, dessen schwachstufige Form in dem erweiterten ἔτυμος (Vorbild?) vorliegt; neben diesem u-Stamm scheinen ἐτάζω, ἐτά· ἀληθῆ, ἀγαθά H. für einen o-Stamm zu sprechen. — Weitere Analyse unsicher; s. ἐτάζω m. Lit. Zur Geschichte von ἐτεός usw. Frisk GHÅ 41 (1935): 3, 15ff.
Page 1,580-581
Mantoulidis Etymological
(=ἀληθινός, γνήσιος). Ἀπό τό εἰμί, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.