ενδύω

Revision as of 12:20, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

Greek Monolingual

(AM ἐνδύω και ἐνδύνω
Α και ἐνδυνῶ, -έω)
1. φορώ ενδύματα σε κάποιον, ντύνω κάποιον («ενδύει την Αγία Τράπεζα», «ἐνέδυσάν με χλαμύδα κοκκίνην», «ἐνδύουσι τὤγαλμα τοῦ Διός»)
2. μέσ. ενδύομαι
φορώ τα ενδύματα ή τη στολή μου («ἐνδύεται ἅπασαν τὴν ἀρχιερατικήν στολήν», «θανάσιμον πέπλον... ἐκεῑνος ἐνδύς»)
μσν.- νεοελλ.
δένω βιβλίο, βιβλιοδετώ, ντύνω το βιβλίο, («οἱ γραμματικοὶ ἐνδύουν τὰ βιβλία»)
αρχ.-μσν.
περιβάλλομαι από, σαν να έχω φορέσει ως ένδυμα («ἐνεδύθημεν δόξαν», «τόλμην ἐνδύεσθαι»)
μσν.
επενδύω, ξοδεύω σε αγορά
αρχ.
1. εισέρχομαι ορμητικά κάπου («οἱ λόγοι οὗτοι ἐνδύονται ταῑς ψυχαῑς τῶν ἀκουόντων»)
2. υφίσταμαι καθίζηση («τοῦ τρίβου παντάπασιν ἐνδεδυκότος»)
3. φρ. «ἐνδύω διά τίνος» — γλιστρώ, εισέρχομαι αθόρυβα.