χλαμύδα

From LSJ

πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear

Source

Greek Monolingual

η / χλαμύς, -ύδος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. χλαμύς Ν
(στην αρχαιότητα) βραχύς τριγωνοειδής μανδύας τών εφήβων, τών στρατιωτών και τών ιππέων, του οποίου τα δύο άκρα ενώνονταν μπροστά στον λαιμό με πόρπηχλαμύδα ἐνῆπται Θετταλικὸν τρόπον», Φιλόστρ.)
νεοελλ.
ζωολ. (στον λόγιο τ.) γένος δίθυρων μαλακίων
αρχ.
1. (ειδικά) α) ο μανδύας του κήρυκα
β) ο μανδύας του στρατηγού («ἀναλαμβάνων τὴν χλαμύδα, ὁπότε μέλλοι στρατηγεῖν», Πλούτ.)
γ) ο βασιλικός μανδύας («καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν περιέθηκαν αὐτῷ χλαμύδα κόκκινην», ΚΔ)
2. (σπάν.) ένδυμα κατοίκων τών πόλεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χλαίνα].

Translations

chlamys

ar: كلاميد; bg: хламида; da: chlamys; de: Chlamys; en: chlamys; es: clámide; eu: klamide; fr: chlamyde; id: khlamis; io: klamido; it: clamide; lt: chlamida; nl: chlamys; no: khlamys; pl: chlamida; pt: clâmide; ru: хламида; tr: chlamys; uk: хламида

Catalan: clàmide; Finnish: klamys; French: chlamyde; Greek: χλαμύδα; Ancient Greek: χλαμύς