καθίζηση
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Greek Monolingual
η (Α καθίζησις) καθιζάνω
η αφηρημένη έννοια, η κατάσταση και το αποτέλεσμα του καθιζάνω
νεοελλ.
1. γεωλ. το φαινόμενο κατά το οποίο μάζες πετρωμάτων του στερεού φλοιού της γης κατολισθαίνουν και μεταφέρονται σε κατώτερες θέσεις
2. (για άλατα και ουσίες διαλυμένα σε υγρό) συσσώρευση ιζήματος στον πυθμένα δοχείου.