(AM ενατενίζω)προσηλώνω έντονα τα μάτια μου, παρατηρώ («ὥσπερ ἀγάλμασιν ἐνατενίζειν τοῑς βρέφεσιν, ἀγαμένας τοῦ κάλλους», Συνέσ.)αρχ.-μσν.(απολ.) ρίχνω το βλέμμα μου, παρατηρώαρχ.(για τα αισθητήρια) εντείνω.