ενατενίζω

Revision as of 12:20, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

Greek Monolingual

(AM ενατενίζω)
προσηλώνω έντονα τα μάτια μου, παρατηρώὥσπερ ἀγάλμασιν ἐνατενίζειν τοῑς βρέφεσιν, ἀγαμένας τοῦ κάλλους», Συνέσ.)
αρχ.-μσν.
(απολ.) ρίχνω το βλέμμα μου, παρατηρώ
αρχ.
(για τα αισθητήρια) εντείνω.