ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses
(AM ενατενίζω)προσηλώνω έντονα τα μάτια μου, παρατηρώ («ὥσπερ ἀγάλμασιν ἐνατενίζειν τοῖς βρέφεσιν, ἀγαμένας τοῦ κάλλους», Συνέσ.)αρχ.-μσν.(απολ.) ρίχνω το βλέμμα μου, παρατηρώαρχ.(για τα αισθητήρια) εντείνω.