κλείπους

Revision as of 12:33, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

English (LSJ)

κόσμος τις τοῦ καλουμένου γείσους, Hsch. κλεῖρος· κλειδίον, Id.

Greek Monolingual

κλείπους (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κόσμος τις τοῦ καλουμένου γείσους».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < θ. κλει- (απαθής βαθμίδα της ρίζας του κλίνω, πρβλ. κλειτύς) + -πούς (< πούς), πρβλ. αερσί-πους, καμψί-πους)].