μεταλαμπαδεύω

Revision as of 12:45, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

μεταλαμπᾰδεύω: μεταβιβάζω ὡς λαμπάδα εἰς ἕτερον, Κλήμ. Ἀλ. 503.

Greek Monolingual

μεταλαμπαδεύω)
μεταδίδω το φως της παιδείας και σε άλλους, μεταδίδω γνώσεις, επιστήμη, πολιτισμό, διαφωτίζω, εκπολιτίζω (α. «οι λόγιοι της διασποράς μεταλαμπάδευσαν την ελληνική σοφία στη Δύση» β. «ἐπισκευάσας τὴν ἀθανασίαν τοῦ γένους ἡμῶν καὶ οἱονεὶ διαμονήν τινα παισὶ παίδων μεταλαμπαδευομένην», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + λαμπαδεύω (< λαμπάς, -άδος)].