σκαφείο
Greek Monolingual
το / σκαφεῑον, ΝΑ
εργαλείο για σκάψιμο, σκαπάνη, αξίνα
αρχ.
1. κοίλο σφαιρικό κάτοπτρο με το οποίο άναβαν το ιερό πυρ οι Εστιάδες παρθένες από τις ηλιακές ακτίνες («ἀνάπτοντας ἀπὸ τοῦ ἡλίου φλόγα καθαρὰν... ἐξάπτουσι δὲ μάλιστα τοῑς σκαφείοις», Πλούτ.)
3. πιθ. σκάφη, λεκάνη («λέβης σκαφεῑον ὄλμος λήκυθος», Κλέαρχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- του σκάπτω (βλ. σκάβω) + κατάλ. -εῖον].