δεινολογέομαι

Revision as of 11:15, 26 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " . ." to "…")

English (LSJ)

   A complain loudly, ὅτι… Hdt.1.44; εἰ… Plu.Sert.6: abs., Hdt.4.68, Eus.Mynd.59.

German (Pape)

[Seite 538] dep. med., sich laut, heftig beklagen, Her. 1, 44. 4, 62; Plut. Sertor. 6, sequ. εἰ In den VLL. wird ἐδεινολόγουν erkl. ἐσχετλίαζον, δεινὰ πεπονθέναι ἔλεγον.

Greek (Liddell-Scott)

δεινολογέομαι: ἀποθ., μεγαλοφώνως παραπονοῦμαι, δ. ὅτι… Ἡρόδ. 1. 44· ἀπολ., ὁ αὐτ. 4. 68.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
seul. prés. et impf.
1 se plaindre avec véhémence, s’indigner;
2 exhaler sa douleur avec force.
Étymologie: δεινός, λόγος.

Greek Monotonic

δεινολογέομαι: (λέγω), αποθ., παραπονιέμαι μεγαλόφωνα, ελεεινολογώ τον εαυτό μου, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

δεινολογέομαι: горько жаловаться, возмущаться, негодовать Her., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεινολογέομαι [δεινός, λέγω] protesteren.

Middle Liddell

λέγω
Dep. to complain loudly, Hdt.