παραπονιέμαι

From LSJ

τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent

Source

Greek Monolingual

και παραπονιούμαι και παραπονούμαι, -έομαι
1. εκφράζω παράπονο για αδικία που μού συνέβη ή για κακό που έπαθα, διαμαρτύρομαι, κλαίγομαι
2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παραπονεμένος, -η, -ο
λυπημένος, δυσαρεστημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πονώ / -ούμαι. Ο τ. παραπονιέμαι < παραπονώ, κατά τα ρ. σε -ιέμαι (πρβλ. χτυπιέμαι)].