παραπονιέμαι

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

Greek Monolingual

και παραπονιούμαι και παραπονούμαι, -έομαι
1. εκφράζω παράπονο για αδικία που μού συνέβη ή για κακό που έπαθα, διαμαρτύρομαι, κλαίγομαι
2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παραπονεμένος, -η, -ο
λυπημένος, δυσαρεστημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πονώ / -ούμαι. Ο τ. παραπονιέμαι < παραπονώ, κατά τα ρ. σε -ιέμαι (πρβλ. χτυπιέμαι)].