κατάλειμμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A remnant, LXXGe.45.7,al. 2 v. κατάλημμα.
German (Pape)
[Seite 1359] τό, das Uebriggelassene, der Ueberrest, das Ueberbleibsel, LXX u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατάλειμμα: τό, ὑπόλοιπον, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΓ΄, 13), Γαλην. 14. 456.
English (Strong)
from καταλείπω; a remainder, i.e. (by implication) a few: remnant.
English (Thayer)
καταλειμματος, τό (καταλείπω), a remnant, remains: R G, where it is equivalent to a few, a small part; see ὑπόλειμμα. (the Sept., Galen.)
Greek Monolingual
το (AM κατάλειμμα) καταλείπω
κατάλοιπο, απομεινάρι.
Russian (Dvoretsky)
κατάλειμμα: ατος τό остаток (τὸ κ. σωθήσεται NT).
Chinese
原文音譯:kat£leimma 卡他-練馬詞類次數:名詞(1)
原文字根:向下-缺乏 相當於: (שְׁאָר) (שְׁאֵרִית) (שָׂרִיד)
字義溯源:殘餘,剩餘,餘數,剩下餘數;源自(καταλείπω)=留下);由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(λείπω)*=缺少,留下)組成。註:和合本以 (ὑπόλειμμα)代替 (κατάλειμμα / ὑπόλειμμα)比較: (λεῖμμα)=餘數參讀 (ἀπολείπω)同義字
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 餘數(1) 羅9:27