κατάλειμμα

Revision as of 20:50, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c1)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A remnant, LXXGe.45.7,al.    2 v. κατάλημμα.

German (Pape)

[Seite 1359] τό, das Uebriggelassene, der Ueberrest, das Ueberbleibsel, LXX u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάλειμμα: τό, ὑπόλοιπον, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΓ΄, 13), Γαλην. 14. 456.

English (Strong)

from καταλείπω; a remainder, i.e. (by implication) a few: remnant.

English (Thayer)

καταλειμματος, τό (καταλείπω), a remnant, remains: R G, where it is equivalent to a few, a small part; see ὑπόλειμμα. (the Sept., Galen.)

Greek Monolingual

το (AM κατάλειμμα) καταλείπω
κατάλοιπο, απομεινάρι.

Russian (Dvoretsky)

κατάλειμμα: ατος τό остаток (τὸ κ. σωθήσεται NT).

Chinese

原文音譯:kat£leimma 卡他-練馬

詞類次數:名詞(1)

原文字根:向下-缺乏 相當於: (שְׁאָר‎) (שְׁאֵרִית‎) (שָׂרִיד‎)

字義溯源:殘餘,剩餘,餘數,剩下餘數;源自(καταλείπω)=留下);由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(λείπω)*=缺少,留下)組成。註:和合本以 (ὑπόλειμμα)代替 (κατάλειμμα / ὑπόλειμμα)比較: (λεῖμμα)=餘數參讀 (ἀπολείπω)同義字

出現次數:總共(1);羅(1)

譯字彙編

1) 餘數(1) 羅9:27