συζωοποιέω

Revision as of 14:30, 3 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (cc2)

English (LSJ)

   A quicken together with, τινὰς τῷ Χριστῷ Ep.Eph.2.5, cf. Ep.Col.2.13.

German (Pape)

[Seite 973] mit oder zugleich lebendig machen, beleben, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

συζωοποιέω: ζωοποιῶ ὁμοῦ μετά τινος, τινά τινι Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. β΄. 5.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
rendre vivant ou vivifier ensemble.
Étymologie: σύν, ζωοποιέω.

English (Strong)

from σύν and ζωοποιέω; to reanimate conjointly with (figuratively): quicken together with.

Greek Monotonic

συζωοποιέω: ζωοποιώ, επαναφέρω στη ζωή, δίνω ζωή από κοινού με κάποιον, τινά τινι, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

συζωοποιέω: вместе (с кем-л.) оживлять, воскрешать (τινα σύν τινι NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συζωοποιέω [σύν, ζωοποιέω] aor. συνεζωοποίησα, samen (met...) levend maken of tot leven brengen, met acc. en dat. of σύν + dat.

Middle Liddell


to quicken together with, τινά τινι NTest.

Chinese

原文音譯:suzwopoišw 需-索哦-拍誒哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:共同-活-作
字義溯源:一同活過來;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ζῳοποιέω)=賦以活力)組成,其中 (ζῳοποιέω)又由(ζῷον)=活物)與(ποιέω)*=行)組成,而 (ζῷον)出自(ζάω)*=活)
出現次數:總共(2);弗(1);西(1)
譯字彙編
1) 一同活過來(2) 弗2:5; 西2:13