непокорный
Russian > Greek
κατεξαναστατικός, σκληραύχην, ἄπιστος, στόμις, ἀνυπότακτος, δύσχρηστος, δυσήνιος, ἀπειθής, δυσάπειστος, δυσήκοος, δύσαρκτος, θυμώδης, θυμοειδής, δυσάγωγος
κατεξαναστατικός, σκληραύχην, ἄπιστος, στόμις, ἀνυπότακτος, δύσχρηστος, δυσήνιος, ἀπειθής, δυσάπειστος, δυσήκοος, δύσαρκτος, θυμώδης, θυμοειδής, δυσάγωγος