θυμώδης
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
English (LSJ)
1 θυμῶδες, = θῡμοειδής 2 (passionate, hot-tempered), Arist.Rh.1389a26, EN1149b14, Plu.2.462a; of animals, fierce, Arist.HA488b14; θυμώδης τὸ ἦθος Id.PA650b34; = ἀνδρεῖοι, opp. ὀξύθυμοι and ὀργίλοι, Gal.17(1).188: Sup. θυμωδέστατος Ael.NA3.2. Adv. θυμωδῶς, f.l. for μυθωδῶς, Aristeas 168.
2 θῠμώδης, θυμῶδες, like thyme, Thphr. HP 6.7.2.
German (Pape)
[Seite 1225] ες, thymianartig, Theophr. ες, zornig, heftig, Arist. rhet. 2, 14 u. öfter; auch ζῳα, H. A.1, 1; Sp. – Adv. θυμωδῶς, Schol. Ar. Lys. 1036.
French (Bailly abrégé)
1ης, ες:
1 courageux;
2 irascible, violent, rétif.
Étymologie: θυμόω.
Russian (Dvoretsky)
θῡμώδης:
1 смелый, отважный (θ. καὶ εὔελπις Arst.);
2 горячий, норовистый, непокорный (ζῷα Arst.);
3 пылкий, вспыльчивые, резкий (χαλεπὸς καὶ θ. Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
θῡμώδης: -ες, = θῡμοειδής, Ι, Ἀριστ. Ρητ. 2. 12, 9· ἐπὶ ζῴων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 32, π. Ζ. Μορ. 2. 4, 5. 2) = θυμοειδὴς 2, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 6, 3, Πλούτ. 4, 462A - Ἐπίρρ. -δῶς, Ἀριστέας περὶ τῶν Ἑβδ.
Greek Monolingual
(I)
θυμώδης, -ες (Α) θύμον
αυτός που μοιάζει με το θυμάρι.
(II)
-ες (ΑΜ θυμώδης) θυμός
ευέξαπτος, οξύθυμος, αψύς, οργίλος, ευερέθιστος
μσν.
1. οξύς, ορμητικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θυμῶδες
η ἔξαψη
αρχ.
(για ζώα) άγριος, ατίθασος, δυσήνιος.
επίρρ...
θυμωδῶς (Α)
με οξύθυμο τρόπο, με άγριο τρόπο, ορμητικά.