сборище
Russian > Greek
ἐργαστήριον, σύστρεμμα, ἐπισύστασις, συναγελασμός, συνεδρία, συνεδρεία, ἐπισυναγωγή, συναγωγή, συνδρομή, θίασος
ἐργαστήριον, σύστρεμμα, ἐπισύστασις, συναγελασμός, συνεδρία, συνεδρεία, ἐπισυναγωγή, συναγωγή, συνδρομή, θίασος