συναγελασμός
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
ὁ, herding together, ib.980a, Gp.16.1.10; of men, Porph.Sent.32: in plural, forming of ἀγέλαι, παίδων Plu.Comp. Lyc.Num.4.
German (Pape)
[Seite 995] ὁ, das Zusammenschaaren, -treiben, u. vom med. das in Heerden, Schaaren Zusammenleben, Plut. sol. an. 30.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 réunion en troupeau;
2 réunion, assemblée en gén.
Étymologie: συναγελάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συναγελασμός -οῦ, ὁ [συναγελάζω] bijeenkomst in groepen.
Russian (Dvoretsky)
συνᾰγελασμός: ὁ
1 собирание в стада, стадная жизнь Plut.;
2 толпа, сборище или группа (συναγελασμοὶ παίδων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰγελασμός: ὁ, τὸ συναγελάζεσθαι, Πλούτ. 2. 980Α, Γεωπ. 16. 1, 10· ἐπὶ ἀνθρώπων, Πορφύρ. παρὰ Στοβ. 22. 9· ἐν τῷ πληθ., συναθροίσεις, παίδων Πλουτ. Λυκούργ. καὶ Νουμ. Σύγκρ. 4.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και συναγελισμός Α συναγελάζομαι
η κατ' αγέλες συμβίωση
νεοελλ.
συναναστροφή, συγχρωτισμός με ανθρώπους χαμηλού επιπέδου
αρχ.
1. συμβίωση
2. (ιδίως στον πληθ.) οἱ συναγελασμοί
ο σχηματισμός ομάδων παιδιών.