συναγελασμός

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνᾰγελασμός Medium diacritics: συναγελασμός Low diacritics: συναγελασμός Capitals: ΣΥΝΑΓΕΛΑΣΜΟΣ
Transliteration A: synagelasmós Transliteration B: synagelasmos Transliteration C: synagelasmos Beta Code: sunagelasmo/s

English (LSJ)

ὁ, herding together, ib.980a, Gp.16.1.10; of men, Porph.Sent.32: in plural, forming of ἀγέλαι, παίδων Plu.Comp. Lyc.Num.4.

German (Pape)

[Seite 995] ὁ, das Zusammenschaaren, -treiben, u. vom med. das in Heerden, Schaaren Zusammenleben, Plut. sol. an. 30.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 réunion en troupeau;
2 réunion, assemblée en gén.
Étymologie: συναγελάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συναγελασμός -οῦ, ὁ [συναγελάζω] bijeenkomst in groepen.

Russian (Dvoretsky)

συνᾰγελασμός:
1 собирание в стада, стадная жизнь Plut.;
2 толпа, сборище или группа (συναγελασμοὶ παίδων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰγελασμός: ὁ, τὸ συναγελάζεσθαι, Πλούτ. 2. 980Α, Γεωπ. 16. 1, 10· ἐπὶ ἀνθρώπων, Πορφύρ. παρὰ Στοβ. 22. 9· ἐν τῷ πληθ., συναθροίσεις, παίδων Πλουτ. Λυκούργ. καὶ Νουμ. Σύγκρ. 4.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και συναγελισμός Α συναγελάζομαι
η κατ' αγέλες συμβίωση
νεοελλ.
συναναστροφή, συγχρωτισμός με ανθρώπους χαμηλού επιπέδου
αρχ.
1. συμβίωση
2. (ιδίως στον πληθ.) οἱ συναγελασμοί
ο σχηματισμός ομάδων παιδιών.