сборище
From LSJ
διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice
Russian > Greek
ἐργαστήριον, σύστρεμμα, ἐπισύστασις, συναγελασμός, συνεδρία, συνεδρεία, ἐπισυναγωγή, συναγωγή, συνδρομή, θίασος, σύστασις, συνουσία, λόχος, συστροφή