грубо
Russian > Greek
ἀπειροκάλως, παχέως, παχυλῶς, ἀναγώγως, φορτικῶς, σολοίκως, τραχέως, τρηχέως, Κενταυρικῶς, αὐτοκαβδάλως, ῥωπικά, ἀπομούσως, ἀμούσως, ἀμαθῶς, βαρβαρικῶς, ἀγροίκως, θηριωδῶς, ἰδιωτικῶς
ἀπειροκάλως, παχέως, παχυλῶς, ἀναγώγως, φορτικῶς, σολοίκως, τραχέως, τρηχέως, Κενταυρικῶς, αὐτοκαβδάλως, ῥωπικά, ἀπομούσως, ἀμούσως, ἀμαθῶς, βαρβαρικῶς, ἀγροίκως, θηριωδῶς, ἰδιωτικῶς