отход
Russian > Greek
ἀναφυγή, ἀμφυγά, ἔγκλιμα, ὑποτροπή, ἀναχώρημα, ἐκχώρησις, ἀναχώρησις, ὑπαγωγή, ὑποχώρησις, ἄφοδος, ἄποδος, ἀπάλλαξις, ἔκκλιμα, παρέκβασις, ἀποχώρησις
ἀναφυγή, ἀμφυγά, ἔγκλιμα, ὑποτροπή, ἀναχώρημα, ἐκχώρησις, ἀναχώρησις, ὑπαγωγή, ὑποχώρησις, ἄφοδος, ἄποδος, ἀπάλλαξις, ἔκκλιμα, παρέκβασις, ἀποχώρησις