неумеренно
Russian > Greek
ἀμέτρως, ἐκπεπταμένως, ὑπερκόπως, ἀκρατῶς, ἀκολάστως, ἀταμιεύτως, ὑπεράκρως, ὑπερβεβλημένως, ὑπερόγκως, προπετῶς
ἀμέτρως, ἐκπεπταμένως, ὑπερκόπως, ἀκρατῶς, ἀκολάστως, ἀταμιεύτως, ὑπεράκρως, ὑπερβεβλημένως, ὑπερόγκως, προπετῶς