ἀκολάστως
From LSJ
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (Woodhouse)
(see also: ἀκόλαστος) intemperately, wantonly
French (Bailly abrégé)
adv.
sans retenue : ἀκολαστοτέρως ἔχειν πρός τι XÉN n'avoir pas assez de retenue en qch.
Étymologie: ἀκόλαστος.
Russian (Dvoretsky)
ἀκολάστως: неумеренно, без удержу: ἀκολάστως ἔχειν πρός τι Xen. быть невоздержным в чем-л.; ὁ ἀκολάστως ἔχων βίος Plat. разнузданный образ жизни.