принуждать
Russian > Greek
παραβιάζομαι, ἐκπλήσσω, ἐκπλήττω, κατείργω, κατέργω, κατείργνυμι, πεδάω, ἐξείργω, ἐξέργω, ἐπαναγκάζω, παρευθύνω, προσβιάζομαι, ἀναγκάζω, καταναγκάζω, προσαναγκάζω, διαναγκάζω, εἰσαναγκάζω, ἐκβιάζω, ἐξαναγκάζω, διαβιάζομαι, κατεπείγω