умело
Russian > Greek
δεξιῶς, ἐπισταμένως, τεχνηέντως, τεχνικῶς, πραγματικῶς, γλαφυρῶς, εὐτραπέλως, ἐντέχνως, κατατέχνως, ἑκτικῶς, εὐαγώγως, ἐπιστημόνως, περιφραδέως, δαΐως
δεξιῶς, ἐπισταμένως, τεχνηέντως, τεχνικῶς, πραγματικῶς, γλαφυρῶς, εὐτραπέλως, ἐντέχνως, κατατέχνως, ἑκτικῶς, εὐαγώγως, ἐπιστημόνως, περιφραδέως, δαΐως