πραγματικῶς
From LSJ
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en homme qui sait les affaires, habilement;
2 en fait, actuellement.
Étymologie: πραγματικός.
Russian (Dvoretsky)
πραγμᾰτικῶς:
1 искусно, умело (λογίζεσθαι Polyb.);
2 сильно, решительно (ἀντηχεῖν Plut.).