подвижный
Russian > Greek
κοῦφος, κινητός, εὔλυτος, ἀστάθμητος, φορητός, σφηλός, ἔκλυτος, ἀβέβαιος, κινητικός, αἰόλος, εὐτρόχαλος, ἐϋτρόχαλος, ἐνεργός
κοῦφος, κινητός, εὔλυτος, ἀστάθμητος, φορητός, σφηλός, ἔκλυτος, ἀβέβαιος, κινητικός, αἰόλος, εὐτρόχαλος, ἐϋτρόχαλος, ἐνεργός