дело
Russian > Greek
ἆθλος, άεθλος, ἐνέργημα, πραγματεία, πρᾶξις, πρῆξις, διάπραξις, ἐπιτήδευσις, ποίημα, περισπασμός, ἐπιμέλημα, ἐγχείρησις, ἄσκημα, πραγμα, ἔργον, χρεία, ἐπιμέλεια, ἀσχολία, χρέος, πρόβλημα
ἆθλος, άεθλος, ἐνέργημα, πραγματεία, πρᾶξις, πρῆξις, διάπραξις, ἐπιτήδευσις, ποίημα, περισπασμός, ἐπιμέλημα, ἐγχείρησις, ἄσκημα, πραγμα, ἔργον, χρεία, ἐπιμέλεια, ἀσχολία, χρέος, πρόβλημα