διάπραξις

From LSJ

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάπραξις Medium diacritics: διάπραξις Low diacritics: διάπραξις Capitals: ΔΙΑΠΡΑΞΙΣ
Transliteration A: diápraxis Transliteration B: diapraxis Transliteration C: diapraksis Beta Code: dia/pracis

English (LSJ)

-εως, ἡ, accomplishment of ends, δ. πολιτικαί Pl.Smp. 184b, cf. Ph.1.429; action, agency, J.AJ17.1.1, Iamb.Myst.4.3.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 acción, hecho διαπράξει παραλαβὼν τὴν κόρην I.AI 17.9, πάντων διάπραξιν I.AI 17.232, τὴν γιγνωσκομένην κοινὴν ἀνθρώποις διάπραξιν Iambl.Myst.4.3, ἱερά Iambl.Myst.3.30.
2 resultado de la acción, logro εἰς διαπράξεις πολιτικάς Pl.Smp.184b, τὴν τῶν διαπράξεων αἰτίαν la responsabilidad por los trabajos realizados Ph.1.429.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
achèvement d'une affaire.
Étymologie: διαπράσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διάπραξις -εως, ἡ [διαπράττω] succes.

German (Pape)

ἡ, das Durcharbeiten, Geschäft, πολιτικαί Plat. Symp. 184b.

Russian (Dvoretsky)

διάπραξις: εως ἡ деяние, дело, pl. деятельность (διαπράξεις πολιτικαί Plat.).

Greek Monotonic

διάπραξις: -εως, ἡ, διεκπεραίωση επιχείρησης, αποπεράτωση εργασίας, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

διάπραξις: -εως, ἡ, ἡ ἐντελῆς ἀποτελείωσις ἐργασίας, Πλάτ. Συμπ. 184Β.

Middle Liddell

διάπραξις, εως n [from διαπράσσω
dispatch of business, Plat.

English (Woodhouse)

act of performing

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)