неизгладимый
Russian > Greek
ἀνάγραπτος ;; ἄληστος ;; ἀνέκπλυτος ;; δευσοποιός ;; δυσκατάσβεστος ;; δυσαπότριπτος ;; δυσέκνιπτος ;; ἀνεξάλειπτος ;; ἔμπεδος
ἀνάγραπτος ;; ἄληστος ;; ἀνέκπλυτος ;; δευσοποιός ;; δυσκατάσβεστος ;; δυσαπότριπτος ;; δυσέκνιπτος ;; ἀνεξάλειπτος ;; ἔμπεδος