ἀνέκπλυτος
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
ἀνέκπλυτον, indelible, Pl.Ti.26c, Poll.1.44.
Spanish (DGE)
(ἀνέκπλῠτος) -ον
• Alolema(s): tb. ἀνέκπλυντος, -ον Basil.M.32.1300D
indeleble, γραφή Pl.Ti.26c, χαρακτῆρες Ph.2.363, cf. Poll.1.44
•fig. ἄγη Ph.2.314, Basil.l.c.
German (Pape)
[Seite 221] nicht auszuwaschen, unauslöschlich, γραφή Plat. Tim. 26 c; Poll. 1, 44.
Russian (Dvoretsky)
ἀνέκπλῠτος: несмываемый, неизгладимый (γραφή Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέκπλῠτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐκπλύνῃ, νὰ ἐξαλείψῃ, ἀνεξάλειπτος, ἀνεξίτηλος, οἷον ἐγκαύματα ἀνεκπλύτου γραφῆς Πλάτ. Τίμ. 26C, αἱ ἀνέκπλυτοι κηλῖδες Συνέσ. 183Α, Πολυδ. Α΄, 44. - Ἐπίρρ. -τως Μ. Ἀκομ. τόμ. Α΄, σ. 263. 20, ἔκδ. Λ.
Greek Monolingual
ἀνέκπλυτος, -ον (Α)
αυτός που δεν ξεπλένεται, ανεξάλειπτος, ανεξίτηλος.
English (Woodhouse)
Translations
indelible
Bulgarian: неизличим; Catalan: indeleble; Dutch: onverwijderbaar, onuitwisbaar; Finnish: lähtemätön, pysyvä; French: indélébile; Galician: indeleble, indelébel; German: hartnäckig, unauslöschlich; Greek: ανεξίτηλος; Ancient Greek: ἀνέκνιπτος, ἀνέκπλυτος, ἀνέκτριπτος, ἀνεξάλειπτος, ἀνεξάλεπτος, ἀνεξίτηλος, ἀνυφαίρετος, δευσοποιός, δυσαπότριπτος, δυσέκνιπτος, δυσέκπλυτος, δύσνιπτος, ἔμμονος; Italian: indelebile; Japanese: 消せない, 削除できない; Latin: indelebilis; Manx: neunaardagh, neuastyrtagh, neuvooghee, do-scryst; Polish: nieusuwalny, niezmywalny; Portuguese: indelével, inextinguível; Russian: несмываемый, нестираемый; Spanish: indeleble; Ukrainian: незмивний, невивідний