ἀνάγραπτος
English (LSJ)
ἀνάγραπτον,
A recorded, εὐεργεσία Th.1.129, Procop.Gaz.Ep.16; registered, εἴς τινας Procop.Vand.2.9.
2 rendered famous, immortalized, Him.Or. 15.5.
II marked with, c. dat., βασιλείῳ συμβόλῳ, γράμμασιν ἱεροῖς, Hld.4.8, 8.11; painted, in a picture, Chor. in Philol.54.111.
Spanish (DGE)
-ον
1 inscrito, grabado εὐεργεσία ἐν τῷ ἡμετέρῳ οἴκῳ ἐς αἰεὶ ἀ. Th.1.129, cf. Procop.Gaz.Ep.36, (ᾡδάς) ἅς ἀναγράπτους στηλιτεύουσιν αἱ ἱερώταται βίβλοι Ph.2.391, ἔπαινος Ph.2.38
•de n. de pers. τοῦτον ἐν οἴκῳ τῷ βασιλέως ἀ. εἶναι Chor.Decl.11.92, Ἀντίλοχος ... τοῖς τροπαίοις ἀ. Him.54.5
•c. dat. instrum. δακτύλιον ... βασιλείῳ συμβόλῳ Hld.4.8.7, cf. 8.11.8.
2 registrado, catalogado ἐς πατρικίους μέντοι ἀ. Γελίμερ Procop.Vand.2.9.14.
3 fig. μνεία ἀ. recuerdo imperecedero, PMasp.295.3.34 (VI a.C.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
consigné par écrit.
Étymologie: ἀναγράφω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάγραπτος: записанный: ἐσαεὶ ἀ. Thuc. записанный навеки, т. е. неизгладимый, незабываемый.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάγραπτος: -ον, ἐγγεγραμμένος, ἀναγεγραμμένος, οὗ τὸ ὄνομα δημοσίᾳ εἶναι ἐκτεθειμένον ἐν ἐπιγραφῇ κ.τ.τ., Θουκ. 1. 129. ΙΙ. ἐζωγραφημένος ἐν εἰκόνι, Κλήμ. Ἀλ. 50.
Greek Monolingual
ἀνάγραπτος, -ον (ΑΜ) ἀναγράφω
ο καταχωρισμένος σε έγγραφο
αρχ.
1. γραμμένος σε επίσημο κείμενο, εμπεριεχόμενος σε δημόσια επιγραφή «εὐεργεσία ἐν τῷ ἡμετέρῳ οἴκῳ ἐς αἰεί ἀνάγραπτος» (Θουκ. 1, 129)
2. απαθανατισμένος, ένδοξος
3. σημειωμένος με (αντικ. κατά δοτική)
4. ζωγραφισμένος.
Greek Monotonic
ἀνάγραπτος: -ον (ἀναγράφω), εγγεγραμμένος, αναγεγραμμένος, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἀναγράφω
inscribed, registered, Thuc.
Lexicon Thucydideum
inscriptus, enrolled, 1.129.3.
Translations
famous
Afrikaans: beroemd; Albanian: famshëm, famëmadh; Arabic: مَشْهُور, شَهِير; Egyptian Arabic: مشهور; Armenian: հայտնի; Azerbaijani: tanınmış; Basque: famatu; Belarusian: вядомы; Bengali: বিখ্যাত, মশহুর, নামজাদা; Bulgarian: прочут, известен; Catalan: famós; Chinese Cantonese: 出名; Mandarin: 有名, 著名; Czech: slavný, proslulý, věhlasný; Danish: berømt; Dutch: beroemd; Esperanto: fama; Estonian: kuulus; Faroese: víðagitin; Finnish: kuuluisa; French: fameux, célèbre; Galician: de sona, famoso, afamado; Georgian: სახელოვანი, ცნობილი, სახელგანთქმული, სახელმოხვეჭილი; German: bekannt, berühmt; Greek: διάσημος, περίφημος; Ancient Greek: ἀγακλεής, ἀγακλειτός, ἀγακλήεις, ἀγακλυμένη, ἀγακλυτός, ἀγαυνός, ἀγλαός, ἀμφιβόητος, ἀμφιβῶτις, ἀνάγραπτος, ἀξιόλογος, ἀξιοφανής, ἀοίδιμος, ἀρίγνωτος, ἀριδείκετος, ἀρίδηλος, ἀρίζηλος, ἀριήκοος, ἀρίσημος, αὐδήεις, βαθύδοξος, βαθυκλεής, γνωτός, δακτυλόδεικτος, δημοαδής, δημολάλητος, διαβόητος, διάδηλος, διαθρύλλητος, διαλάλητος, διαπρεπής, διάσημος, διαφανής, διάφημος, διωνομασμένος, δόκιμος, ἐκβεβοημένος, ἐκπρεπής, ἐλλόγιμος, ἐμφανής, ἔνδοξος, ἐξάκουστος, ἐπάϊστος, ἐπιβόητος, ἐπικλεής, ἐπίσημος, ἐπιφανής, ἐπόψιος, ἐπώνυμος, ἐρικυδής, εὐδιαβόητος, εὐδόκιμος, εὔδοξος, εὐκλεής, εὐκλειής, ἐϋκλειής, εὔκλεινος, εὐφανής, κλεεννός, κλεινός, κλειτός, κλύμενος, κλυτός, κυδάλιμος, λαμπρός, λόγιμος, μεγακλεής, ὀνομαστός, περίβλεπτος, περιβόατος, περιβόητος, περίβωτος, περιθρύλητος, περίθρυλος, περικλήϊστος, περικλυτός, περίσαμος, περίσημος, περίφαντος, περιφήμιστος, περίφημος, περιώνυμος, πολυαίνετος, πολύαινος, πολύυμνος, πρεπτός, τηλεκλειτός, ὑμνούμενος, φαίδιμος, φαμιστός, φατός, φερεκυδής, φημιστός; Greenlandic: tusaamasaq; Hawaiian: kaulana; Hebrew: מפורסם; Hindi: मशहूर, नामदार; Hungarian: híres; Icelandic: frægur; Ido: famoza; Indonesian: terkenal, termahsyur; Interlingua: famose; Irish: cáiliúil; Italian: famoso; Japanese: 有名, 高名, 名高い; Kazakh: әйгілі, мәшһүр; Khmer: ល្បី; Korean: 유명한; Latin: famosus, inclitus, nobilis, notus; Latvian: slavens; Ligurian: famôzo; Lithuanian: garsus, įžymus, gerai žinomas; Luxembourgish: berühmt; Macedonian: познат; Malay: terkenal, masyhur; Malayalam: പ്രശസ്ത, പ്രശസ്തമായ, പേരുകേട്ട; Manchu: ᡤᡝᠪᡠᠩᡤᡝ; Mansaka: bantogan; Maori: rongonui; Mirandese: afamado, famoso; Mongolian: алдарт; Neapolitan: famuso; Nepali: प्रसिद्ध; Norman: fanmeux; Northern Sami: beakkálmas; Norwegian: berømt; Old English: hlīsful; Old Norse: ágætr; Ottoman Turkish: بللی; Persian: نامدار, مشهور, معروف; Plautdietsch: beriemt, huachberiemt; Polish: sławny, słynny; Portuguese: famoso, afamado, célebre; Romanian: celebru, faimos; Romansch: famus; Russian: известный; Scottish Gaelic: cliùiteach, ainmeil; Serbo-Croatian Cyrillic: познат; Roman: poznat; Slovak: slávny, známy; Slovene: slaven; Sorbian Lower Sorbian: znaty; Upper Sorbian: sławny; Spanish: famoso, célebre, afamado; Swedish: känd, berömd; Tagalog: kilala; Tarantino: famuse; Thai: มีชื่อเสียง, โด่งดัง; Tibetan: སྐད་གྲགས; Turkish: meşhur, ünlü; Ukrainian: відомий; Vietnamese: nổi tiếng, nổi danh; Welsh: enwog; West Frisian: ferneamde; Western Bukidnon Manobo: mevantug; Yakut: ааттаах