бессмысленный
Russian > Greek
ἄλογος ;; δυσλόγιστος ;; ἀγράμματος ;; ἀνόητος ;; ἄσοφος ;; μαψίδιος ;; κενόφρων ;; κωφός ;; σαθρός ;; κενός
ἄλογος ;; δυσλόγιστος ;; ἀγράμματος ;; ἀνόητος ;; ἄσοφος ;; μαψίδιος ;; κενόφρων ;; κωφός ;; σαθρός ;; κενός