adj.
Ar. and P. ἀλάζων. P. μεγαλόφρων, κομπώδης (Thuc.), ὑπερήφανος, V. ὑπέρφρων, ὑψήγορος, στόμαργος, ὑψηλόφρων (also Plat. but rare P.), Ar. and V. γαῦρος.
Of words, etc.: P. and V. ὑψηλός, V. ὑπέρκοπος.