ἁρματοδρομία

Revision as of 20:15, 23 March 2020 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἡ,

   A chariot-race, chariot-racing, Str.5.3.8.

German (Pape)

[Seite 355] ἡ, das Wettfahren, Strab.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
course de chars.
Étymologie: ἅρμα, δρόμος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ carrera de carros Str.5.3.8.

Greek Monolingual

η (AM ἁρματοδρομία) αρματοδρόμος
αγώνας δρόμου με άρμα
νεοελλ.
επιδεικτική παρέλαση αρμάτων.

Greek Monotonic

ἁρμᾰτοδρομία: ἡ, δρόμος, ιπποδρομία, αρματοδρομία, σε Στράβ.

Middle Liddell

δρόμος
a chariot race, Strab.