vainly
English > Greek (Woodhouse)
adverb
proudly: P. and V. σεμνῶς, P. μεγαλοφρόνως, ὑπερηφάνως, V. ὑψικόμπως, ὑπερκόπως.
ineffectually: use in vain, under vain.
proudly: P. and V. σεμνῶς, P. μεγαλοφρόνως, ὑπερηφάνως, V. ὑψικόμπως, ὑπερκόπως.
ineffectually: use in vain, under vain.